- εισόρμηση
- ηορμητική είσοδος, εισβολή.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εισόρμησις μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εισόρμηση — η ορμητική είσοδος, εισβολή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εισροή — η 1. (για ρευστά και αέρια), η ροή μέσα σε κάτι, η εισόρμηση. 2. μτφ., η εισαγωγή πράγματος σε αφθονία: Εισροή ιαπωνικών μηχανημάτων στη χώρα μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιδρομή — η 1. εισβολή σε ξένη χώρα για κατάκτηση ή λεηλασία, εισόρμηση, έφοδος. 2. μτφ., επιδρομή αρουραίων, ακριδών κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)